άκοιλος

άκοιλος
(I)
ἄκοιλος, -ον (Α) [κοῑλος]
αυτός που δεν είναι κοίλος, κούφιος.
————————
(II)
-η, -ο [κοιλιά]
αυτός που δεν έχει μεγάλη κοιλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άκοιλος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μεγάλη κοιλιά. 2. το ουδ. ως ουσ. στον πληθ., τα άκοιλα ομάδα θαλάσσιων σκουληκιών χωρίς εντερικό σωλήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοίλοις — ἄκοιλος not hollow masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκοιλα — ἄκοιλος not hollow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”